Ὁ Πελοπίδας, φυλακισμένος στὶς Φερές ἀπ’ τὸν τύραννο Ἀλέξανδρο στὴν ἀρχὴ εἶχε τὴν ἄνεση τῆς ἐπικοινωνίας μὲ ὅλους• πίστευε ὁ τύραννος ὅτι θὰ τοῦ ἔπληττε τὸ ἠθικὸ καὶ θὰ τὸν προσκυνοῦσε. «Ἐπεὶ δὲ τοὺς μὲν Φεραίους ὁ Πελοπίδας ὀδυρομένους παρεκάλει θαρρεῖν»• ἐπειδὴ ὁ Πελοπίδας τοὺς μέν Φεραίους διαμαρτυρομένους γιὰ τὴν τύχη του τοὺς παρακαλοῦσε ἔχειν θάρρος. «Ὡς νῦν μάλιστα δώσοντος τοῦ τυράννου δίκην»• διότι σύντομα μάλιστα θὰ τιμωρηθεῖ ὁ τύραννος. «Καὶ πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνον ἀποστείλας ἔλεγεν»• στὸν ἴδιο δὲ τὸν τύραννο μὲ γράμματα τοῦ παράγγελνε. «Ὡς ἄτοπός ἐστι τοὺς μὲν ἀθλίους πολίτας καὶ μηδὲν ἀδικοῦντας ὁσημέραι στρεβλὼν καὶ φονεύων»• ὅτι εἶναι ἀσυνεπής, ἐπειδὴ τοὺς μὲν ἀνήμπορους καὶ τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας πολίτας καθημερινὰ τοὺς βασανίζει καὶ τοὺς σκοτώνει. «Αὐτοῦ δὲ φειδόμενος, ὃν μάλιστα γινώσκει τιμωρησόμενον αὐτὸν ἄνπερ διαφύγῃ»• αὐτὸν δὲ τὸν φοβᾶται, γιατὶ θὰ τὸν τιμωρήσει μόλις ξεφύγει.