Ἡ σύγκρουση τοῦ φυλακσιμένου Πελοπίδου μὲ τὸν Ἀλέξανδρο πῆρε προσωπικὸ χαρακτῆρα καθὼς ὁ τύραννος δὲν ἠδυνήθη καταβάλλειν τὸ ἦθος τοῦ Θηβαίου• ὁ Πελοπίδας ἔδινε θάρρος σὲ ὅλους, ὅτι γρήγορα τελειώνει ἡ τυραννία στὶς Φέρες. «Θαυμάσας τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἄδειαν αὐτοῦ»• ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε θαυμάσει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἄνεση τοῦ Πελοπίδου. «Τί δὲ φησὶ σπεύδει Πελοπίδας ἀποθανεῖν;» τί ρώτησε ὁ τύραννος βιάζεται ὁ Πελοπίδας νὰ πεθάνει; «Κακεῖνος ἀκούσας, «ὅπως» εἶπε «σύ τάχιον ἀπολῇ, μᾶλλον ἢ νῦν θεομισὴς γενόμενος»• κι ὅταν τἄκουσε ὁ Πελοπίδας εἶπε, ἐσὺ θὰ χαθεῖς προηγουμένως τόσο μισητὸς ποὺ ἔγινες στοὺς θεούς. «Ἐκ δὲ τούτου διεκώλυσεν ἐντυγχάνειν αὐτῷ τοὺς ἐκτός»• μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἀπαγόρευσε τὴν ἐπικοινωνία τῶν ἔξω μὲ αὐτόν. «Ἡ δὲ Θήβη θυγάτηρ μὲν Ἰάσονος οὖσα, γυνὴ δὲ Ἀλεξάνδρου»• ἡ δὲ Θήβη ἦταν κόρη τοῦ μεγάλου τυράνου Ἰάσονος καὶ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάδρου.