Διαίτῃ τεκμαιρομένη λυπρὰ

Ὁ Πελοπίδας βρισκόταν σὲ ἀπομόνωση στὶς φυλακὲς τῶν Φερῶν, ἀλλὰ ἐπιδείκνυε ὑψηλὸ φρόνημα • ἡ γυναῖκα τοῦ τυράννου Θήβη, κόρη τοῦ Ἰάσονος ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. «Πυνθανομένη παρὰ τῶν φυλαττόντων Πελοπίδαν τὸ θαρραλέον αὐτοῦ καὶ γενναῖον»• ὅταν πληροφορήθηκε ἀπ’ τοὺς φύλακες τοῦ Πελοπίδου τὸ θάρρος καὶ τὴν γενναιότητά του. «Ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τὸν ἄνδρα καὶ προσειπεῖν»• ἐπεθύμησε νὰ δεῖ τὸν ἄνδρα καὶ νὰ μιλήσει μαζί του. «Ὡς δὲ ἦλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἅτε δὴ γυνή»• μόλις δὲ τὸν συνάντησε κι ἐπειδὴ ἦταν γυναῖκα. «Τὸ μὲν μέγεθος τοῦ ἤθους οὐκ εὐθὺς ἐν τοσαύτῃ συμφορᾷ κατεῖδε»• τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἤθους του δὲν τὸ κατάλαβε ἀμέσως σὲ τόση συμφορά. «Κουρᾷ δὲ καὶ στολῇ καὶ διαίτῃ τεκμαιρομένη λυπρά»• κουρεμένος καὶ μὲ ντύσιμο καὶ τρόπο ποὺ φαινόταν ἀξιολύπητος. «Καὶ μὴ πρέποντα τῇ δόξῃ πάσχειν αὐτὸν ἀπεδάκρυσε»• ποὺ δὲν ταίριαζε στὴν δόξα του δάκρυσε.