Ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Θήβη, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἀγέρωχη στὰση τοῦ Πελοπίδου στὴ φυλακή, τὸν ἐπισκέφθηκε• συνεζητεῖτο πολὺ στὶς Φερὲς τὸ ἀνυπότακτο καὶ ἐλεύθερο ἦθος τοῦ Θηβαίου στρατηγοῦ ἀπέναντι στὸν τύραννό τους. «Τὸ μὲν πρῶτον ἀγνοῶν ὁ Πελοπίδας, τίς εἴη γυναικῶν, ἐθαύμαζεν»• ἀρχικὰ ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε ὁ Πελοπίδας ποιά εἶναι ἡ γυναῖκα αὐτὴ, τὴν θαύμαζε. «Ὡς δὲ ἔγνω, προσηγόρευσεν αὐτὴν πατρόθεν»• μόλις δὲ τὸ ἔμαθε, τὴν χαιρέτισε μὲ τὸ πατρικό της ὄνομα. «Ἦν γὰρ τῷ Ἰάσονι συνήθης καὶ φίλος»• ἐπειδὴ ἦταν γνωστὸς καὶ φίλος μὲ τὸν Ἰάσονα. «Εἰπούσης δὲ ἐκείνης «»Ἐλεῶ σου τὴν γυναῖκα»• ὅταν δὲ αὐτὴ τοῦ εἶπε, «λυπᾶμαι τὴν γυναῖκα σου». «Καὶ ἐγὼ γὰρ σε» εἶπεν «ὅτι ἄδετος οὖσα ὑπομένεις Ἀλέξανδρον»• «κι ἐγὼ ἐσένα», εἶπε, «διότι χωρὶς νὰ εἶσαι ὑποχρεωμένη ὑπομένεις τὸν Ἀλέξανδρο. Εἶχε σκοτώσει ὁ Ἀλέξανδρος τὸν θεῖο του Πολύφρονα, διαδεχθέντα τὸν δολοφονηθέντα Ἰάσονα.