Ὁ Πελοπίδας διατηροῦσε ἀκμαιότατο τὸ φρόνημά του στὴ φυλακὴ τῶν Φερῶν, ἐνῶ σύχναζε στὸ κελί του, ἡ Θήβη, σύζυγος τοῦ τυράννου• οἱ Θηβαῖοι ἤθελαν ἀπελευθερῶσαι τὸν ἡγέτης τους. «Ἐπεὶ δὲ οἱ στρρατηγοὶ τῶν Θηβαίων εἰς τὴν Θετταλίαν ἐμβαλόντες ἔπραξαν οὐδέν»• ἐπειδὴ οἱ πρῶτοι στρατηγοὶ ποὺ εἰσέβαλαν στὴν Θεσσαλία δὲν ἔκαναν τίποτε. «Ἀλλὰ δι’ ἀπειρίαν ἢ δυστυχίαν αἰσχρῶς ἀνεχώρησαν»• ἀλλὰ εἴτε ἀπὸ ἀπειρία εἴτε ἀπὸ κακοτυχία ἔφυγαν ντροπιασμένοι. «Ἐκείνων μὲν ἕκαστον ἡ πόλις μυρίαις δραχμαῖς ἐζημίωσεν»• σὲ καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ἡ πόλις ἐπέβαλε πρόστιμο δέκα χιλιάδων δραχμῶν. «Ἐπαμεινώνδαν δὲ μετὰ δυνάμεως ἀπέστειλεν»• κι ἔστειλε τὸν Ἐπαμεινώνδα μὲ μεγάλη δύναμη. «Εὐθὺς οὖν κίνησίς τις μεγάλη Θετταλῶν ἦν ἐπαιρομένων πρὸς τὴν δόξαν τοῦ στρατηγοῦ»• ἀμέσως τότε παρουσιάσθηκε μεγάλη κίνηση τῶν Θεσσαλῶν, διότι ἔπαιρναν θάρρος ἀπ’ τὸ ὄνομα τοῦ στρατηγοῦ. Ἐθεωρεῖτο ὁ νικητὴς τῶν Σπαρτιατῶν καὶ ὁ καταλύσας τὴν ἡγεμονία τους.