Ὁ τύραννος τῶν Φερῶν Ἀλέξανδρος ἀποχώρησε ἀπ’ τὴν παράσταση τῶν «Τρῳάδων» τοῦ Εὐριπίδου, ἐνῶ οἱ θεσσαλικὲς πόλεις εἶχαν ἐπαναστατήσει• ἡ δικαιολογία του πρὸς τὸν ὑποκριτὴ ἔχει ἐνδιαφέρον. «Εἰ μηδένα πώποτε τῶν ὑπ’ αὐτοῦ φονευθέντων ἠλεηκώς»• ἐνῶ κανέναν δὲν λυπήθηκε ἀπ’ τοὺς φονευθέντες ἀπ’ τὸν ἴδιο. «Ἐπὶ τοῖς Ἑκάβης καὶ Ἀνδρομάχης κακοῖς ὀφθήσεται δακρύων»• θὰ τὸν δοῦν νὰ δακρύζει γιὰ τὶς συμφορὲς τῆς Ἑκάβης καὶ τῆς Ἀνδρομάχης. «Οὗτος μέντοι τὴν δόξαν αὐτὴν καὶ τοὔνομα καὶ τὸ πρόσχημα τῆς Ἐπαμεινώνδου στρατηγίας καταπλαγείς»• αὐτὸς λοιπὸν τρομαγμένος ἀπ’ τὴν δόξα καὶ τὴν φήμη καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς στρατηγίας τοῦ Ἐπαμεινώνδου. «Ἔπτηξ’ ἀλέκτωρ δοῦλος ὣς κλίνας πτερόν»• ζάρωσε ὁ κόκορας καὶ μάζεψε σὰν δοῦλος τὰ φτερά του, ἀπ’ τὰς «Τρῳάδας» τοῦ Εὐριπίδου. «Καὶ τοὺς ἀπολογησομένους ταχὺ πρὸς αὐτὸν ἔπεμπεν»• κι ἔστελνε ἀμέσως πρὸς τὸν Ἐπαμεινώνδα ἀπεσταλμένους, ὡς ἀπολογία γιὰ τὴν συνομολόγηση εἰρήνης.