Οἱ Ἕλληνες πρεσβευτὲς στὸν μεγάλο βασιλέα συνήθιζαν ὅλοι τους, μὲ τὴν ἐξαίρεση τοῦ Πελοπίδου, στὴ μεγάλη ζωή• ἀναχωροῦσαν μὲ πολυτελῆ συνοδεία, ὅπως ὁ Ἀθηναῖος Τιμαγόρας, μὲ θαλαμημόπους καὶ ἀγελάδες γιὰ τὸ γάλα του. «Τέλος δὲ κατέβαινεν ἐπὶ θάλασσαν ἐν φορείῳ κομιζόμενος»• τέλος κατέβαινε πρὸς τὴν θάλασσα μεταφερόμενος σὲ φορεῖο. «Καὶ τέσσαρα τάλαντα τοῖς κομίζουσι μισθὸς ἐδόθη παρὰ βασιλέως»• καὶ τέσσερα τάλαντα δόθηκε ἀπ’ τὸν βασιλέα μισθὸς στοὺς μεταφορεῖς του. «Ἀλλ’ ἔοικεν οὐχ ἡ δωροδοκία μάλιστα παροξῦναι τοὺς Ἀθηναίους»• ἀλλὰ φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν ἡ δωροδοκία ποὺ ἐξόργισε τοὺς Ἀθηναίους. «Ἐπικράτους γοῦν ποτε τοῦ Σακεσφόρου μήτε ἀρνουμενου δῶρα δέξασθαι παρὰ βασιλέως»• ἐπειδὴ λοιπὸν κάποτε ὁ Ἐπικράτης τοῦ Σακεσφόρου δὲν ἀρνήθηκε ποτὲ δῶρα ἀπ’ τὸν βασιλέα. «Ψήφισμά τε γράφειν»• πρότεινε κάποιο ψήφισμα. Ἡ δουλικότης τῶν πρεσβευτῶν ἐνοχλοῦσε τοὺς Ἕλληνες καὶ καταδίκασαν σὲ θάνατο τὸν Τιμαγόρα γιὰ τὴν συμπεριφορά του.