Στὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ πανικοῦ του ἐκτίθεται ὁ Ναπολεοντίσκος, λόγῳ τῆς καταρρεύσεως τῆς δημοτικότητός του στὸν ἑλληνικὸ λαό, μὲ τὶς πομφόλυγες γιὰ ἀλλαγὴ τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου καὶ τὴν συζήτηση πρὸ ἡμερησίας διατάξεως σὲ ἐπίπεδο ἀρχηγῶν στὴν Βουλή∙ τὰ μηνύματα ὅμως εἶναι ἀντιφατικά, διότι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου γίνεται συνήθως στὸ τέλος τῆς τετραετίας καὶ ἰσχύει ἀπ’ τὶς ἑπόμενες ἐκλογές, διαφορετικὰ προϋποθέτει τὴν ψήφιση διακοσίων βουλευτῶν, τοὺς ὁποίους δὲν διαθέτει καὶ οὔτε προσφέρονται ἀφειδῶς τὰ μικρὰ κόμματα. Στὴν κοινὴ γνώμη ὅμως ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι εἶναι στὰ τελευταῖα του ποὺ θὰ ἐπιβεβαιωθεῖ στὴν κοινοβουλευτικὴ συζήτηση∙ τὸ δίλημμα, περικοπὴ τῶν συντάξεων ἢ φόρος στὶς ἐπιχειρήσεις εἶναι πλαστὸ καὶ ὑποκρύπτει τὴν κυβερνητικὴ ἀπάτη. Τὸ αἴτημα τῶν Εὐρωπαίων εἶναι περικοπὴ τῶν δημοσίων δαπανῶν καὶ περιορισμὸς τοῦ κράτους∙ ἡ κυβέρνηση ὅμως κάνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, διορίζει συνεχῶς ἡμετέρους καὶ ὑπερηφανεύεται πρὸς ὅλους.