Ὁ Ἰσοκράτης εἶχε ἀφοιερώσει μία δεκαετία περίπου γιὰ τὴν συγγραφὴ τοῦ «Παναθηναϊκοῦ» του λόγου∙ αὐτὸ σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως ἀπ’ τοὺς συγχρόνους του, ὅπως καὶ ὁ Περικλῆς γιὰ τὰ δημόσια ἔργα, διότι ἐθεωρεῖτο ἀπ’ τοὺς καλύτερους ῥήτορες καὶ λογογράφους τῆς ἐποχῆς του. «Καίτοι τοῦτον ὡς βραδέως ἀνύοντα τοῖς ἔργοις ἐπισκώπτων Κρατῖνος οὕτω πως λέγει περὶ τοῦ διὰ μέσου τείχους»∙ καίτοι ὁ Κρατῖνος διακωμωδῶν τὸν Περικλῆ, κάπως ἔτσι λέγει γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ ἐνδιαμέσου τείχους. «Λόγοισι γὰρ αὐτὸ προάγει Περικλῆς, ἔργοισι δ’ οὐδὲ κινεῖ»∙ μὲ τὰ λόγια τὸ προχωράει ὁ Περικλῆς, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα δὲν κάνει τίποτε. «Σκόπει δὲ σοφιστικὴν μικροφροσύνην, τὸ ἔνατον μέρος τοῦ βίου εἰς ἕνα λόγον καταναλίσκουσαν»∙ πρόσεξε δὲ τὴν ἐξονυχιστικὴ ἐνασχόληση τῆς σοφιστικῆς, τὸ ἔνατο μέρος τῆς ζωῆς του νὰ τὸ ἀφιερώσει σὲ ἕναν λόγο. Ἦταν ἐγκώμιο ὄχι μόνο τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ τοῦ ὅλου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.