Ἡ ἀνάκτηση ἀπ’ τοὺς Ἀθηναίους τῆς ἐλευθέρας πολιτικῆς πρακτικῆς καὶ τῆς ἰσηγορίας δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη ὑπόθεση, καθὼς εἶχαν συνηθίσει στοὺς δημαγωγικοὺς λόγους καὶ στὴν εὔκολη σκέψη ἢ στὴν ἀβουλία∙ ἡ ἔκπτωση στὴν ἀπραγμοσύνη γίνεται συνήθεια, ἕξις. «Ἐγὼ δ’ ἢν μὴ καὶ τοῦ πράγματος ἀξίως εἴπω καὶ τῆς δόξης τῆς ἑμαυτοῦ καὶ τοῦ χρόνου»∙ ἐγὼ δ’ ἂν καὶ γιὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ δὲν μιλήσω ὅπως ἀξίζει καὶ γιὰ τὴν δική μου δόξα καὶ γιὰ τὸν χρόνο. «Μὴ μόνον τοῦ περὶ τὸν λόγον ἡμῖν διατριφθέντος ἀλλὰ καὶ σύμπαντος οὗ βεβίωκα»∙ ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὑπόθεσή μας ἀσχολουμένου ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν ζωή μου, ὅπως τὴν ἔζησα. «Παρακελεύσομαι μηδεμίαν συγνώμην ἔχειν, ἀλλὰ καταγελᾶν καὶ καταφρονεῖν»∙ θὰ παρακαλοῦσα νὰ μὴν τύχω μηδεμιᾶς συγνώμης, ἀλλὰ νὰ μὲ περιγελάσετε καὶ νὰ μὲ καταφρονήσετε. Ἂν ὁ λόγος του δὲν ἦταν ἄξιος προσοχῆς.