Τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῶν Ἀθηνῶν προβάλλει ὁ Ἰσοκράτης, ἔναντι τῆς Σπάρτης ποὺ κατακτήθηκε ἀπ’ τοὺς Δωριεῖς∙ ἦταν ὑπερήφανοι οἱ Ἀθηναῖοι γιὰ τὴν αὐτόχθονα καταγωγή τους. «Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ’ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ’ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες»∙ διότι αὐτὴν τὴν πόλη κατοικοῦμε χωρὶς νὰ ἔχουμε ἐκβάλει ἄλλους οὔτε τὴν καταλάβαμε ἔρημη οὔτε συγκεντρωθήκαμε ὡς μιγάδες ἀπὸ πολλὰ ἔθνη. «Ἀλλ’ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν, ὥστ’ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχομεν ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦντες»∙ ἀλλὰ ἔτσι καλῶς καὶ γνησίως γινήκαμε, ὥστε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ φυτρώσαμε, τὴν ἴδια πόλη ἔχουμε στὴν ἱστορία μας καὶ κατοικοῦμε. «Αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς»∙ αὐτόχθονες εἴμαστε καὶ μὲ τὰ ἴδια ὀνόματα. «Οἷσπερ τοῖς οἰκειοτάτοις, τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν»∙ ὅπως ὅλοι μας εἴμαστε γνωστοί, ἔτσι μποροῦμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὴν πόλη. Τὴν οἰκειότητα μεταξύ τους προβάλλει ὡς τὸ κυριώτερο πλεονέκτημα.