Ὁ Φρανσουὰ Ὁλλὰντ ὑποχρεώθηκε σὲ ἄτακτη ὑποχώρηση στὸ θέμα τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς τρομοκρατίας∙ ἡ κυβέρνησή του εἶχε εἰσηγηθεῖ τὴν στέρηση τῆς γαλλικῆς ἰθαγένειας γιὰ ὅποιους καταδικάζονταν γιὰ τρομοκρατία, μὲ ἀντικείμενο τοὺς δευτέρας καὶ τρίτης γενιᾶς Μουσουλμάνους τῆς χώρας του οἱ ὁποῖοι στρατεύονται στοὺς Τζιχανιστές. Τὸ μέτρο εἶχε θεωρηθεῖ ἀντιδημοκρατικὸ ἀπὸ πολλοὺς Σοσιαλιστὲς βουλευτὲς καὶ τὸ Συντηρητικὸ κόμμα τῆς ἀντιπολιτεύσεως∙ ἐπὶ μῆνες προσπάθησε ἡ κυβέρνηση νὰ κερδίσει τὴν ὑποστήριξη τῶν βουλευτῶν της, ἀλλὰ ἀπέτυχε. Αὐτὸ εἶχε ἄσχημο ἀντίκτυπο στὴν ἤδη πεσμένη δημοτικότητα τοῦ προέδρου∙ εἰσέρχεται στὸ τελευταῖο ἔτος τῆς θητείας του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἄνοδο τῆς δημοτικότητός του πάνω ἀπὸ 15%. Πολλοὶ τὸν συμβουλεύουν νὰ δηλώσει ὅτι δὲν θὰ εἶναι ὑποψήφιος γιὰ δεύτερη θητεία, ἀλλὰ στὸ Σοσιαλιστικὸ κόμμα δὲν ἔχει ἀναδειχθεῖ ἄλλη προσωπικότητα, γιὰ νὰ διεκδικήσει τὴν προεδρία τῆς χώρας.