Τοὺς Ἕλληνες τοὺς παρότρυναν καὶ οἱ θεοὶ μὲ τοὺς χρησμούς τους, ὅπως ὁ Ἀπόλλων, στὴν ἕνωσή τους γιὰ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν Περσῶν, λέει ὁ Ἰσοκράτης∙ τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν Ἀθηναίων γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς παλαιᾶς ἡγεμονίας τους ἐπιδιώκει ὁ φιλόσοφος, ἀλλὰ χωρὶς οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα. «Καίτοι περὶ τίννων χρὴ μᾶλλον πιστεύειν ἢ περὶ ὧν ὅ τε θεὸς ἀναιρεῖ καὶ πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων συνδοκεῖ»∙ ὅπως γιὰ ποιὰ πρέπει μᾶλλον νὰ πιστέψουμε ἢ γιὰ ὅσα μᾶς ἀναθέτει ὁ Ἀπόλλων μὲ τοὺς χρησμούς ποὺ ἐκφράζουν καὶ τοὺς πόθους τῶν Ἑλλήνων. «Καὶ τά τε πάλαι ῥηθέντα τοῖς παροῦσιν ἔργοις συμμαρτυρεῖ»∙ καὶ ὅσα ἔλεγε παλαιὰ συμφωνοῦν μὲ τὰ σημερινὰ ἔργα. «Καὶ τὰ νῦν γιγνόμενα τοῖς ὑπ’ ἐκείνων εἰρημένοις ὁμολογεῖ;» καὶ ὅσα γίνονται σήμερα ταυτίζονται ἀπολύτως μὲ ὅσα ἔλεγε ὁ θεός; Ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἀπόλλωνα, μὲ τοὺς θεούς, ἦταν ἀμφίδρομη καὶ ἰσότιμη.