Ἡ εἰσβολὴ τῶν Περσῶν ἦταν ἡ χειρότερη ἀπειλὴ ποὺ ἀντιμετώπισαν οἱ Ἕλληνες στὴν μέχρι τότε ἱστορία τους∙ ζοῦσαν σὲ ἀνεξάρτητες πόλεις, μὲ κοινὸ σύνδεσμο τὴν γλῶσσα, τὴν θρησκεία καὶ τὶς παραδόσεις, ἀλλὰ μὲ συνεχῆ ἀντιπαλότητα μεταξύ τους, δὲν εἶχαν αἰσθανθεῖ κίνδυνο ὑποδουλώσεώς τους πρίν. «Τοὺς δ’ Ἕλληνας εἰς μικρὸν τόπον κατακεκλειμένους»∙ οἱ δὲ Ἕλληνες ζοῦσαν σὲ μικρὸ μέρος. «Καὶ διὰ τὴν σπανιότητα τῆς γῆς ἐπιβουλεύοντάς τε σφισιν αὐτοῖς καὶ στρατείας ἐπ’ ἀλλήλους ποιουμένους»∙ καὶ γιὰ τὴν σπανιότητα τοῦ ἐδάφους ἐπιβουλεύονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἔκαναν ἐκστρατεῖες ἐναντίον τους. «Καὶ τοὺς μὲν δι’ ἔνδειαν τῶν καθ’ ἡμέραν τοὺς δὲ διὰ πόλεμον ἀπολλυμένους»∙ καὶ ἄλλοι ἀπ΄ τὴν ἔλλειψη τῶν καθημερινῶν ἀναγκαίων ἀγαθῶν καὶ ἄλλους ἀπ’ τὸν πόλεμο χάνονταν. «Οὐδὲ ταῦθ’ οὕτως ἔχοντα περιεῖδεν»∙ ἡ πόλις ὅμως αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἔτσι τὰ παρέβλεψε. Ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς εἰσβολῆς.