Ἡμετέραν ἱκανὴν νομίζοντες

Οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν προσφέρει καταφύγιο στοὺς διασωθέντες ἀπ’ τοὺς «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβαις», ἀλλὰ καὶ στὰ παιδιὰ τοῦ Ἡρακλέους∙ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἥρωος καὶ τὴν θεοποίησή του ὁ Εὐρυσθεὺς κυνήγησε ἀπ’ τὴν Πελοπόννησο τοὺς ἀπογόνους του καὶ αὐτοὶ βρῆκαν καταφύγιο στὴν Ἀθήνα, ὅπου τοὺς προστάτευσε ὁ Θησεύς. «Οἱ δ’ Ἡρακλέους παῖδες φεύγοντες τὴν Εὐρυσθέους ἔχθραν»∙ τὰ δὲ παιδιὰ τοῦ Ἡρακλέους ἀποφεύγοντα τὴν ἔχθρα τοῦ Εὐρυσθέους. «Καὶ τὰς ἄλλας πόλεις ὑπερορῶντες ὡς οὐκ ἂν δυναμένας βοηθῆσαι ταῖς ἑαυτῶν συμφοραῖς»∙ καὶ παραλίποντες τὶς ἄλλες πόλεις, ἐπειδὴ δὲν ἠδύναντο βοηθῆσαι στὶς δικές τους συμφορές. «Τὴν δ’ ἡμετέραν ἱκανὴν νομίζοντες εἶναι μόνην ἀποδοῦναι χάριν»∙ τὴν δὲ δική μας εἶναι τὴν μόνη ποὺ πίστευαν ὅτι δύναται ἀποδῶσαι χάριν. «Ὑπὲρ ὧν ὁ πατὴρ αὐτῶν ἄπαντας ἀνθρώπους εὐεργέτησεν»∙ ὑπὲρ ὅσων ὁ πατέρας τους εὐεργέτησε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Εὐρυσθεὺς σκοτώθηκε τότε ἀπ’ τὸν Ὗλλο.