Ἐπιτάττων καὶ λυμαινόμενος

Οἱ Ἀθηναῖοι ὑπεδέχθησαν εὐμενῶς τοὺς Ἡρακλεῖδες, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡρακλέους, καὶ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς παραδώσουν στὸν Εὐρυσθέα, ποὺ εἶχε ἐκστρατεύσει μὲ τοὺς Πελοποννησίους∙ στὴν μάχη ἐναντίον τους ἐφονεύθη ὁ Εὐρυσθεύς, ἐνῶ προηγουμένως εἶχε θυσιασθεῖ ἡ Μακαρία, κόρη τοῦ Ἡρακλέους. «Τούτῳ μὲν ἐπιττάτων καὶ λυμαινόμενος ἅπαντα τὸν χρόνον διετέλεσεν»∙ στὴν Εὐρυσθέα ὑπακούων καὶ ὑποτασσόμενος διετέλεσε ὁλόκληρη τὴν ζωή του. «Ἐπειδὴ δ’ εἰς ἡμᾶς ἐξήμαρτεν, εἰς τοσαύτην κατέστη μεταβολήν»∙ ἐπειδὴ δὲ ἐμᾶς μᾶς προσέβαλε, ὑπέστη τέτοια καταστροφὴ ὁ Εὐρυσθεύς. «Ὥστ’ ἐπὶ τοῖς παισὶ τοῖς ἐκείνου γενόμενος ἐπονειδίστως τὸν βίον ἐτελεύτησεν»∙ ὥστε ἐπειδὴ ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῶν παιδιῶν του μὲ ἐπώδυνο τρόπο τελείωσε τὴν ζωή του. Ὁ Ζεὺς εἶχε ὑποσχεθεῖ στοὺς θεούς, ὅτι ὅποιος γεννηθεῖ πρῶτος ἀπ’ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Περσέως θὰ ἄρχει τῶν ἀνθρώπων∙ ἡ Ἥρα, ὡς θεὰ τῶν τοκετῶν, προκάλεσε τὴν γέννηση τοῦ Εὐρυσθέως στὸν ὁποῖο ὑπάκουσε ὁ Ἡρακλῆς.