Ἐκήδοντο μὲν ὡς οἰκείων

Οἱ Ἕλληνες κατὰ τοὺς Μηδικοὺς πολέμους εἶχαν ἐπιδείξει ἐξαιρετικὲς ἀρετὲς καὶ ἅμιλλα στὸν ἀγῶνα τους κατὰ τῶν βαρβάρων, ὅπως ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ ὅλους ὅσους ἔγραψαν γιὰ τὴν περίοδο ἐκείνη∙ ἄλλωστε δὲν θὰ ἀκολουθοῦσε μᾶλλον ὁ χρυσοῦς αἰὼν τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ταυτισμένος μὲ τὶς ἐκστρατεῖες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπ’ τὸν περσικὸ ζυγό. «Οὐ γὰρ ὠλιγώρουν τῶν κοινῶν, οὐδ’ ἀπήλαυον μὲν ὡς ἰδίων, ἡμέλουν δ’ ὡς ἀλλοτρίων»∙ διότι δὲν ὀλιγωροῦσαν γιὰ τὰ κοινά, οὔτε τὰ ἀπολάμβαναν μὲν ὅπως τὰ δικά τους, ἢ τὰ ἀμελοῦσαν ὅπως τὰ ξένα. «Ἀλλ’ ἐκήδοντο μὲν ὡς οἰκείων, ἀπείχοντο δ’ ὥσπερ χρὴ τῶν μηδὲν προσηκόντων»∙ ἀλλὰ τὰ φρόντιζαν μὲν ὅπως τὰ οἰκεῖα, καὶ ἀπεῖχαν δ’ ἀπ’ αὐτὰ ὅπως πρέπει σὲ ὅσα δὲν τοὺς ἀνήκουν. «Οὐδὲ πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν ἔκρινον»∙ οὔτε μὲ χρήματα ἀξιολογοῦσαν τὴν εὐδαιμονία τους.