Δεινότερον μὲν ἐνόμιζον

Στὴν περιγραφὴ τοῦ ἤθους τῶν ἁπλῶν πολιτῶν τῶν Μηδικῶν πολέμων ἑστιάζει τὴν προσοχή του ὁ Ἰσοκράτης στὸν «Πανηγυρικόν» του, διότι πιστεύει ὅτι μὲ τὴν ἀπομίμησή τους θὰ ἀνακτήσουν καὶ οἱ σύγχρονοί του τὴν ἐλεύθερη πολιτικὴ πρακτική∙ γνώριζε ἄριστα τὴν νοοτροπία τῆς παρακμῆς τῶν συμπολιτῶν του. «Οὐδὲ τὰς θρασύτητας τὰς ἀλλήλων ἐζήλουν, οὐδὲ τὰς τόλμας τὰς αὑτῶν ἤσκουν»∙ οὔτε ζήλευαν τὶς θρασύτητες μεταξύ τους, οὔτε τὴν τόλμη τὴν ἰδική τους πρόβαλαν. «Ἀλλὰ δεινότερον μὲν ἐνόμιζον εἶναι κακῶς ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἀκούειν ἢ καλῶς ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀποθνήσκειν»∙ ἀλλὰ πίστευαν μὲν ὅτι εἶναι χειρότερο νὰ ἀκοῦνε τὶς κακὲς συμβουλὲς τῶν πολιτῶν παρὰ καλῶς νὰ ἀποθνήσκουν ὑπὲρ τῆς πόλεως. «Μᾶλλον δ’ ᾐσχύνοντο ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἁμαρτήμασιν ἢ νῦν ἐπὶ τοῖς ἰδίοις τοῖς σφετέροις αὐτῶν»∙ μᾶλλον δὲ ἐντρέποντο γιὰ τὰ συλλογικὰ λάθη παρὰ τώρα γιὰ τὰ ἴδια ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους.