Τὸν τρόπο ἐπιρροῆς τῶν συμπολιτῶν του ἀναζητάει ὁ Ἰσοκράτης, μέσα ἀπ’ τὸ ὕφος καὶ τὴν προσῳδία τοῦ λόγου του∙ ἦταν γραπτὸς ὁ λόγος του, ἀλλὰ διαβαζόταν μεγαλοφώνως καὶ ἐλαμβάνετο ὡς προφορικός, διότι μετροῦσε περισσότερο στὴν διαμόρφωση τοῦ ἤθους τοῦ ἀναγινώσκοντος ἡ μουσική του ἁρμονία. «Πρὸς δὲ τούτοις, εἰ μὲν μηδαμῶς ἄλλως οἷόντ’ ἦν δηλοῦν τὰς αὐτὰς πράξεις ἀλλ’ ἢ διὰ μιᾶς ἰδέας»∙ πέραν τῶν ἐμφυλίων σπαραγμῶν, ἐὰν μὲν μὲ κανέναν ἄλλον τρόπο δὲν προτίθενται νὰ παρουσιάσουν τὶς ἴδιες πράξεις παρὰ μὲ μιὰ ἰδέα. «Εἶχεν ἄν τις ὑπολαβεῖν ὡς περιέργόν ἐστι τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκείνοις λέγοντα πάλιν ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν»∙ θὰ εἶχε κανεὶς νομίσει ὅτι εἶναι περίεργο πρᾶγμα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ τοὺς λέγεται κάτι ποὺ καὶ πάλι ἐνοχλεῖ τοὺς ἀκούοντας. Δὲν ἦταν εὔκολη ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους, διότι πολλοὶ εἶχαν συνηθίσει στὴν διαστροφὴ τοῦ λόγου.