Τὴν ἀνάγκη τῆς συνεννοήσεως μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν Σπαρτιατῶν ὑπογραμμίζει ὁ Ἰσοκράτης στὸν «Πανηγυρικό» του, γιὰ τὴν εὐδαιμονία τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου κατὰ τῶν Περσῶν∙ αὐτὴ ἦταν ἡ κοινὴ ἐπιθυμία τοῦ Ἑλληνισμοῦ τὸ 380 π.Χ. «Εἰ δὲ τοῦτ’ ἐστὶν ἀδύνατον, ἵνα δηλώσω τοὺς ἐμποδὼν ὄντας τῇ τῶν Ἑλλήνων εὐδαιμονίᾳ»∙ ἐὰν ὅμως αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, γιὰ νὰ ἐπισημάνω ὅσους εἶναι ἐμπόδιο στὴν εὐδαιμονία τῶν Ἑλλήνων. «Καὶ πᾶσι γένηται φανερὸν ὅτι καὶ πρότερον ἡ πόλις ἡμῶν δικαίως τῆς θαλάττης ἦρξε»∙ καὶ σὲ ὅλους εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ παλαιότερα ἡ πόλη μας δικαίως ἦταν θαλασσοκράτειρα. «Καὶ νῦν οὐκ ἀδίκως ἀμφισβητεῖ τῆς ἡγεμονίας»∙ καὶ σήμερα ὄχι ἀδίκως ἀμφισβητεῖ τὴν ἡγεμονία τῶν Λακεδαιμονίων. Ἡ δεύτερη ἀθηναϊκὴ ἡγεμονία στηρίχθηκε ἐπίσης στὴν κυριαρχία τῆς θαλάσσης, ὅπως καὶ ἡ πρώτη ἕναν αἰῶνα περίπου πρίν∙ δὲν εἶχε ὅμως τὴν ἴδια δυναμική.