Οἱ Ἀθηναῖοι τὴν ἐποχὴ τῆς ἀμέσου δημοκρατίας εἶχαν καταστήσει τὴν πόλη τους, ἀνεξαρτήτως τῶν τυχὸν ὑπερβολῶν τους κάποιες φορές, καταφύγιο τῶν ἀδικουμένων καὶ καταδιωκωμένων ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, εἴτε δημοκρατικοὶ ἦταν εἴτε ὀλιγαρχικοί∙ αὐτὴ ἦταν ἡ ἔννοια καὶ πρακτικὴ τῆς ἀνοχῆς πρὸς τὴν ἄποψη τοῦ ἄλλου καὶ τῆς ἀλληλεγγύης συνυφασμένα μὲ τοὺς δημοκρατικοὺς θεσμούς. «Ἀλλὰ πολὺ τῶν ἄλλων ἀκριβέστερον εἰδότες»∙ ἀλλὰ πολὺ καλύτερα ἀπ’ τὶς ἄλλες πόλεις γνωρίζαμε τὰ πράγματα. «Τὰ συμβαίνοντ’ ἐκ τῶν τοιούτων ὅμως ᾑρούμεθα τοῖς ἀσθενεστέροις καὶ παρὰ τὸ συμφέρον βοηθεῖν μᾶλλον»∙ τὰ διατρέχοντα κατὰ πόλιν γεγονότα παρακολουθοῦντες ἐπιλέγαμε τοὺς ἀσθενέστερους νὰ βοηθοῦμε μᾶλλον καὶ παρὰ τὸ δικό μας συμφέρον. «Ἢ τοῖς κρείττοσι τοῦ λυσιτελοῦντος ἕνεκα συναδικεῖν»∙ παρὰ μὲ τοὺς ἰσχυρότερους καὶ ἀσκοῦντες τὴν ἐξουσία νὰ συναδικοῦμε κι ἐμεῖς. Τὶς ἀξίες αὐτὲς ἐπιχειρεῖ ἐπαναφέρειν στὴν πόλη του ὁ Ἰσοκράτης καὶ τὸν τέταρτο αἰῶνα.