Ἤδη τινὲς ἡμῖν ἐποιήσαντο

Οἱ Ἀθηναῖοι ἀπ’ τὴν ἱστορία τους πίστευαν ὅτι ὄφειλαν νὰ συμπαρίστανται στοὺς ἄλλους Ἕλληνες καὶ νὰ δέχονται στὴν πόλη τους τοὺς φυγάδες γιὰ πολιτικοὺς λόγους ἀπὸ ὁπουδήποτε προέρχονταν∙ δημοκρατικῶν ἢ ὀλιγαρχικῶν ἀντιλήψεων ἦταν οἱ φυγάδες δὲν ἐξετάζονταν στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ ἀναζητοῦσαν ὅλοι τους τὴν ἐπιβίωσή τους. «Γνοίη δ’ ἂν τις καὶ τὸν τρόπον καὶ τὴν ῥώμην τὴν τῆς πόλεως ἐκ τῶν ἱκετειῶν»∙ δύναται κάποιος ἀναγνωρίσαι καὶ τὰ ἤθη τῆς πόλεως καὶ τὴν ἰσχύ της ἀπ’ τὶς ἱκεσίες τῶν ἄλλων. «Ἃς ἤδη τινὲς ἡμῖν ἐποιήσαντο»∙ τὶς ὁποῖες ὑπέβαλαν μερικοὶ ἤδη πρὸς ἐμᾶς. «Τὰς μὲν οὖν νεωστὶ γεγενημένας ἢ περὶ μικρῶν ἐλθούσας παραλείψω»∙ ὅσες ἔγιναν πρόσφατα ἢ ὅσες δὲν εἶχαν ἰδιαίτερη ἀξία θὰ τὶς παραλείψω. Τὸν 147 π.Χ, ἔφθασε στὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος ὁ Καρχηδόνιος Ἀσδρούβας, τεσσαράκοντα ἐτῶν, ἀγνοῶν ἑλληνικά, ποὺ ὀνομάσθηκε Κλειτόμαχος καὶ ἔγινε διευθυντὴς τῆς Σχολῆς.