Οἱ Ἀθηναῖοι, λίγο μετὰ τὴν ὑποστήριξη στὸν Ἄδραστο καὶ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν Θηβαίων, γιὰ τὴν ἀπόδοση τῶν νεκρῶν τῶν Ἑπτά, ὑπέστησαν τὴν εἰσβολὴ τοῦ Εὐρυσθέους∙ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἄργους ζητοῦσε τὴν ἀπόδοση τῶν παιδιῶν τοῦ Ἡρακλέους, ἱκετῶν ἤδη Ἀττική. «Πελοποννησίων δὲ τοὺς μετ’ Εὐρυσθέους εἰς τὴν χώραν ἡμῶν εἰσβαλόντας»∙ ἀπ’ τοὺς Πελοποννησίους δὲ τοὺς εἰσβαλόντας στὴν χώρα μας μὲ τὸν Εὐρυσθέα. «Ἐπεξελθόντες ἐνίκησαν μαχόμενοι κἀκεῖνον τῆς ὕβρεως ἔπαυσαν»∙ ἀφοῦ ἀντιπαρατάχθησαν ἐνίκησαν στὴν μάχη καὶ αὐτὸν ἀπήλλαξαν ἀπ’ τὴν ὕβρη. «Θαυμαζόμενοι δὲ καὶ διὰ τὰς ἄλλας πράξεις, ἐκ τούτων τῶν ἔργων ἔτι μᾶλλον εὐδοκίμησαν»∙ θαυμάζονταν δὲ καὶ γιὰ τὶς ἄλλες πράξεις του, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὰ ἔργα τους αὐτὰ ἀναγνωρίσθηκαν. Στὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ ὁ Ἑλληνισμὸς ἔπλασε τὴν ἐθνικὴ συνείδησή του καὶ τὴν ἀνθρωπομορφικὴ θρησκεία του∙ ἀναγνώρισε τότε τοὺς Ἀθηναίους ὡς πρωτεργάτες στὴν πολιτική του ἐπιβίωσή.