Οἱ διαφωνίες εἶναι ὁρατὲς πλέον στὸ ἐσωτερικὸ τῆς βρεταννικῆς κυβερνήσεως, ὡς πρὸς τὴν τακτικὴ τοῦ Brexit∙ ἡ πρωθυπουργὸς ἐπέλεξε τὴν πολιτικὴ τῶν καθυστερήσεων, γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν διαπραγματεύσεων μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, παρὰ τὶς πιέσεις τῶν Εὐρωπαίων καὶ τὰ ἀνησυχητικὰ μηνύματα ἀπ’ τὴν οἰκονομία καὶ περισσότερο ἀπ’ τὸ Σίτυ∙ ὁ ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν ζητάει τὴν ἐπιτάχυνσή τους, χωρὶς νὰ κάνει ἀναφορὰ στὸν πρωταγωνιστικό του ρόλο στὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δημοψηφίσματος. Ἡ διαρροὴ κεφαλαίων καὶ πολυεθνικῶν ἑταιρειῶν ἀπ’ τὸ Σίτυ κλιμακώνεται μὲ τὴν ἀβεβαιότητα, ἐνῶ πολλὲς εὐρωπαϊκὲς πόλεις τὶς προσφέρουν ἑλκυστικὲς συνθῆκες γιὰ τὴν μετεγκατάστασή τους∙ στὴν ὑπόλοιπη οἰκονομία εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀβεβαιότης καὶ ἡ ὑποχώρηση τῶν ἐπενδύσεων, διότι οἱ κεφαλαιοῦχοι ζητοῦν σταθερότητα καὶ τὴν εὔκολη πρόσβαση στὴν εὐρωπαϊκὴ ἀγορά.