Στὴν ἀνακεφαλαίωση τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας τῶν Ἡρακλειδῶν ἐπιχειρεῖ ὁ Ἰσοκράτης τὴν κριτικὴ ἀξιολόγησή της∙ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡρακλέους ἀναγνώρισαν ὅτι ὀφείλουν τὴν διάσωσή τους στὴν αὐτοθυσία τῶν Ἀθηναίων, ἀλλὰ οἱ δικοί τους ἀπόγονοι δὲν ἀναγνώρισαν τὴν προσφορὰ αὐτή. «Εἰ δὲ δεῖ τὰς χάριτας καὶ τὰς ἐπιεικείας ἀνελόντας ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν πάλιν ἐπανελθεῖν»∙ ἐὰν δὲ ὀφείλουμε τὶς χάριτες καὶ ἐπιείκειες νὰ ἀναλογισθοῦμε ἐπανερχόμενοι καὶ πάλι στὴν ὑπόθεση. «Καὶ τὸν ἀκριβέστατον τῶν λόγων εἰπεῖν»∙ καὶ νὰ κάνουμε τὴν ἀκριβέστατη κρίση. «Οὐ δή που πάτριόν ἐστι ἡγεῖσθαι τοὺς ἐπήλυδας τῶν αὐτοχθόνων»∙ δὲν ἀνήκει στὶς πατρογονικὲς ἀξίες νὰ ἡγοῦνται οἱ ἐπήλυδες τῶν αὐτοχθόνων. «Οὐδὲ τοὺς εὖ παθόντας τῶν εὖ ποιησάντων, οὐδὲ τοὺς ἱκέτας γενομένους τῶν ὑποδεξαμένων»∙ οὔτε τοὺς καλῶς παθόντας πρὸς τοὺς καλῶς ποιήσαντας, οὔτε τοὺς ἱκέτες νὰ ἐπιβάλλονται στοὺς οἰκοδεσπότες. Στὴν ἀλαζονεία καὶ ὑπεροψία τῶν Σπαρτιατῶν ἀναφέρεται καυστικά.