Οἱ εἰσβολὲς τῶν Σκυθῶν, ὑπὸ τὸν Εὔμολπο, υἱὸ τοῦ Ποσειδῶνος, καὶ τῶν Θρακῶν, ὑπὸ τὰς Ἀμαζόνας, θυγατέρας τοῦ Ἄρεως, δὲν διήρκεσαν πολύ, διότι, μετὰ τὴν ἀποφασιστική τους μάχη κατὰ τῶν Ἀθηναίων ἀποχώρησαν∙ παρέμεινε ὅμως στὴν μνήμη τους ὁ θανάσιμος κίνδυνος γιὰ τὴν ἐξολόθρευσή τους ἀπ’ τοὺς βάρβαρους κατακτητές, διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη κυριαρχοῦσαν ἀμφότεροι τῆς Εὐρώπης. «Οὐ μὴν κατώρθωσαν»∙ ἀλλὰ δὲν πέτυχαν στὴν εἰσβολή τους. «Ἀλλὰ πρὸς μόνους τοὺς προγόνους τοὺς ἡμετέρους συμβαλόντες ὁμοίως διεφθάρησαν»∙ ἀλλὰ ἀφοῦ συγκρούσθηκαν μὲ μόνους τοὺς δικούς μας προγόνους ἐχάθησαν. «Ὥσπερ ἂν εἰ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους ἐπολέμησαν»∙ σὰν νὰ εἶχαν πολεμήσει πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. «Δῆλον δὲ τὸ μέγεθος τῶν κακῶν τῶν γενομένων ἐκείνοις»∙ εἶχε ἀπομείνει ὅμως ὁλοφάνερο τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ ποὺ ἔκαναν ἐκεῖνοι. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς αἰσθάνθηκε ὅτι ἀπειλεῖται μὲ καθολικὴ ἐξαφάνιση ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ ξένων.